Τσερένκοφ

Τσερένκοφ
ο. Ν
φρ. α) «ακτινοβολία Τσερένκοφ»
φυσ. οπτικό φαινόμενο που συνίσταται στην εκπομπή φωτεινής ακτινοβολίας ως αποτέλεσμα τής διέλευσης ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων από ένα διαφανές μέσο με ταχύτητες μεγαλύτερες από την ταχύτητα με την οποία διαδίδεται το φως στο ίδιο αυτό μέσο, αλλ. φαινόμενο Τσερένκοφ
β) «απαριθμητής Τσερένκοφ»
φυσ. διάταξη ανίχνευσης ακτινοβολίας η οποία χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό και τον προσδιορισμό τής ενέργειας ταχύτατα κινούμενων ηλεκτρικώς φορτισμένων υποατομικών σωματιδίων και τής οποίας η αρχή λειτουργίας βασίζεται στην καταμέτρηση τής ακτινοβολίας Τσερένκοφ που εκπέμπεται ως αποτέλεσμα τής διέλευσης αυτών τών σωματιδίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τσερένκοφ, Πάβελ Αλεξέγεβιτς — Ρώσος φυσικός (; 1904). Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Βορονέζ. Το 1934, μελετώντας, σε συνεργασία με τον Βαβίλοφ, το φως που εκπέμπεται από τα υγρά τα οποία δέχονται τη δράση της ακτινοβολίας, παρατήρησε μια ελαφρά φωτεινότητα… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • Ταμ, Ιγκόρ Ευγκένιεβιτς — (Βλαδιβοστόκ 1895 – Μόσχα 1971). Ρώσος θεωρητικός φυσικός. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας από το 1924 έως το 1941, το 1933 έγινε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ και το επόμενο έτος ερευνητής στο Ινστιτούτο… …   Dictionary of Greek

  • Φρανκ, Ιλία Μιχαήλοβιτς — (1908 – 1968). Ρώσος φυσικός. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας από το 1944. Το 1958 πήρε μαζί με τους Τσερένκοφ και Ταμ το βραβείο Νόμπελ της φυσικής για τη θεωρητική ερμηνεία (1937) του φαινομένου Τσερένκοφ και το 1946, μαζί με τους… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”